αρλεκίνος

αρλεκίνος
ο
(λ. ιταλ.)
1. κωμικό πρόσωπο της παλιάς αυτοσχέδιας ιταλικής κωμωδίας.
2. άνθρωπος που έχει την εμφάνιση του αρλεκίνου (ρούχα παρδαλά κτλ.) ή τον άστατο χαρακτήρα του: Τον είδες προχτές πώς ήταν ντυμένος; σωστός αρλεκίνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • Γκαργκάλιο, Πάμπλο — (Pablo Gargallo, 1881 – 1934).Ισπανός γλύπτης. Εργάστηκε στη Μαδρίτη, στη Βαρκελώνη και στο Παρίσι και το έργο του θεωρείται ένα από τα πρώτα χαρακτηριστικά δείγματα αφηρημένης τέχνης. Από τα γλυπτά του ξεχωρίζουν η προτομή του Μαρκ Σαγκάλ (1934) …   Dictionary of Greek

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

  • ακρόκινο ή ακρόκινος — (acrocinus). Επιστημονική ονομασία κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κεραμβυκιδών. Ζουν αποκλειστικά στις χώρες της τροπικής Αμερικής (Ισημερινός, Γουιάνα κ.ά.). Το μέγεθός τους κυμαίνεται από 3 έως 10 εκ. Έχουν πολύ μακριά μπροστινά πόδια …   Dictionary of Greek

  • Βατό, Ζαν-Αντουάν — (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν σιρ Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά των έργων του Αβρές γιορτές (Fêtes galantes) είναι η τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του 18ου αι. Λίγες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • Γκούι, Βιτόριο — (Vitorio Gui, Ρώμη 1885 – 1975). Ιταλός μουσικός. Η εξαιρετική ιδιοσυγκρασία του μαζί με ένα βαθύ αίσθημα ευθύνης για την αποστολή του ως ερμηνευτή, του εξασφάλισαν μία λαμπρή σταδιοδρομία, που χαρακτηρίστηκε από συνεχή προσπάθεια τελειοποίησης.… …   Dictionary of Greek

  • λοφιόμορφα — (lophioformes). Τάξη τελεόστεων ψαριών της υφομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, η οποία υποδιαιρείται σε διάφορες οικογένειες που περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό ειδών. Τα λ., των οποίων οι διαστάσεις και οι μορφές ποικίλλουν, χαρακτηρίζονται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Μαριβό, Πιερ Καρλέ ντε Σαμπλέν ντε- — (Pierre Carlet de Chamblain de Marivaux, Παρίσι 1688 – 1763). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από αστική οικογένεια και μεγάλωσε στην επαρχία. Σπούδασε στο Παρίσι, ενώ παράλληλα σύχναζε στους φιλολογικούς κύκλους της πόλης, οπότε συνδέθηκε με το… …   Dictionary of Greek

  • Μπουζόνι, Φερούτσιο — (Feruccio Busoni, Έμπολι 1866 – Βερολίνο 1924). Ιταλός πιανίστας και συνθέτης. Υπήρξε ίσως ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες, η τέχνη του οποίου επέδρασε ευεργετικά τόσο στην πιανιστική ερμηνεία, όσο και στη διεύρυνση και βελτίωση των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”